Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταστρέφω την υγεία μου

  • 1 καταστρέφω

    μετ.
    1) разрушать, губить; портить; причинять большой ущерб, вред;

    καταστρέφω την υγεία μου — губить, разрушать своё здоровье;

    καταστρέφω τη ζωή μου — ломать свою жизнь;

    2) разорять;
    § την κατέστρεψε он её обесчестил; 1) — разрушаться, гибнуть;

    2) портиться;
    3) терпеть банкротство, разоряться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καταστρέφω

  • 2 портить

    портить χαλνώ, καταστρέφω· \портить здоровье καταστρέφω την υγεία μου \портиться χαλνώ· σαπίζω (гнить)
    * * *
    χαλνώ, καταστρέφω

    по́ртить здоро́вье — καταστρέφω την υγεία μου

    по́ртиться — χαλνώ; σαπίζω ( гнить)

    Русско-греческий словарь > портить

  • 3 надламывать

    надламывать
    несов
    1. σπάνω, σπάζω, τσακίζω λίγο, μισοσπάζω, μισοτσακίζατ
    2. перен καταστρέφω, τσακίζω, σακατεύω:
    \надламывать здоровье καταστρέφω (или τσακίζω) τήν ὑγεία μου.

    Русско-новогреческий словарь > надламывать

  • 4 растрачивать

    растра||чивать
    несов
    1. (незаконно расходовать) καταχρώμαι, κάνω κατάχρηση·
    2. (расходовать) ξοδεύω/ (κατα)σπαταλῶ, ἀνεμοσκορπίζω (проматывать) / перен καταστρέφω, χαλνώ ἄσκοπα:
    \растрачиватьчивать свое здоровье καταστρέφω (или φθείρω) τήν ὑγεία μου.

    Русско-новогреческий словарь > растрачивать

  • 5 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

См. также в других словарях:

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»